Παγκόσμια κεφαλαιοκρατία, ιμπεριαλισμός και πόλεμος.

Ζητήματα θεωρητικής περιοδολόγησης.

Δημήτρης Πατέλης.                                 26/5/03

 

Γραπτή εκδοχή της εισήγησης στη Διεθνή συνάντηση – συζήτηση που διοργάνωσε το περιοδικό Επαναστατική Μαρξιστική επιθεώρηση, με θέμα: «Παγκόσμια κρίση, πόλεμος και κρατική καταστολή». Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Αθήνα11-12 Απριλίου 2003.

 

 

Λογική και περιοδολόγηση της ιστορίας.

 

Οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος επιτείνονται όλο και πιο καταστροφικά, απειλώντας την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Η κατανόηση των νομοτελειακών τάσεων της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας και των προοπτικών της ανθρωπότητας είναι αναγκαίος όρος για τον προσανατολισμό της στρατηγικής και της τακτικής του επαναστατικού κινήματος.

Η κατανόηση αυτή είναι ανέφικτη χωρίς την συστηματική-κριτική διερεύνηση της ιστορίας ως ολότητας και των σύγχρονων φαινομένων, σε συνδυασμό με την κριτική-δημιουργική αφομοίωση των κεκτημένων της επαναστατικής θεωρίας του μαρξισμού. Η «Λογική της Ιστορίας» (βλ. http://www.geocities.com/ilhsgr), αποτελεί κατά τη γνώμη μου εκείνη την θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση και εν­νοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις σύγχρονες τάσεις, τις αντιφάσεις και τις προοπτικές της ανθρωπότητας.

Στα πλαίσιά της οι νόμοι (νομοτέλειες) και οι κατηγορίες της θεωρίας περί κοινωνικής ανά­πτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συ­στηματική, αμοιβαία συνάφεια τους. Η Λογική της ιστορίας συνιστά μείζονος σημασίας επι­στημονικό επίτευγμα του σοβιετικού φιλόσοφου Β. Α. Βαζιούλιν, στο οποίο πραγματοποιείται συστη­ματική ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας - φι­λοσοφίας του μαρξισμού, βάσει της ανεπτυγ­μένης μεθοδολογίας του (όπως αυτή αναπτύσσεται στη Λογική του «Κεφαλαίου» του Κ, Μαρξ) και μέσω της θεωρη­τικής εξέτασης της ιστορικής διαδικασίας υπό το πρίσμα της ώριμης, της αταξικής - κομμου­νιστικής κοινωνίας. Το όλο εγχείρημα συνιστά μοναδική δημιουρ­γική χρησιμοποίηση και ανάπτυξη της «διαλε­κτικής λογικής», της μεθοδολογίας του «Κεφα­λαίου» του Κ. Μαρξ, που έχει ως αποτέλεσμα τη διαλεκτική «άρση» της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (και μέσω αυτής την αφετηρία μιας άρσης του μαρξισμού), που επιτρέπει τη διακρίβωση των όρων και του πεδίου εφαρμοσιμότητας αυτής της αντίληψης ως επιστημο­νικού κεκτημένου.

 Κατά την εν λόγω προσέγ­γιση η δομή της κοινωνίας ως ολότητας συ­γκροτεί ένα ιεραρχημένο και διατεταγμένο α­ναπτυσσόμενο σύστημα, το οποίο απεικονίζε­ται νοητικά στα επίπεδα: του «είναι» (αλληλε­πίδραση των ανθρώπων με το περιβάλλον του είδους), της «ουσίας» (παραγωγική - εργασια­κή αλληλεπίδραση με τη φύση και οι συνδεό­μενες με αυτήν κοινωνικές σχέσεις παραγω­γής), του «φαινομένου» (μορφές κοινωνικής συνείδησης) και της «πραγματικότητας» ως ε­νότητας ουσίας και φαινόμενου (εποικοδόμη­μα, άνθρωποι ως προσωπικότητες). Για πρώτη φορά διακρίνεται η απλούστερη σχέση (το «είναι») της ανθρώπινης κοινωνίας από την «ουσία» της.

Η ιστορική διαδικασία εξετάζεται εδώ ως βαθμιαίος μετασχηματισμός του φυσι­κού (βιολογικού κλπ.) από το κοινωνικό και τε­λικά ως διαλεκτική άρση του πρώτου από το δεύτερο. Η προσέγγιση αυτή αίρει τους περιο­ρισμούς και τις σχηματοποιήσεις των εν πολ­λοίς ταξινομικών - σχηματικών περιοδολογήσεων (βλ. κατά κοινωνικοοικονομιικούς σχηματισμούς), επιτυγχάνοντας μια περιοδολόγηση της ιστορίας στη βάση της αναπτυσσόμενης ε­νότητας εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώ­δους και επουσιώδους, κοινωνικού και φυσι­κού κλπ. Κατ’ αυτό τον τρόπο διακρίνονται:

1. Η αρχή (προϋποθέσεις) της διαδικασίας της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας (homo sapiens, κατάλληλες φυσικές συνθήκες και αγελαίος τρόπος ζωής). Η πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας (η πρωτόγονη κοινότητα).

2.   Η διαμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας.

    α) Αρχική περίοδος: ο δουλοκτητικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Έναρξη παραγωγής υπερπροϊόντος - πάλη των «κοινωνικών ζώων» (διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις κατεστημένες και τάξεις κοινωνικές). Ο διττός χαρακτήρας του δούλου. Ιδιωτική ιδιοκτησία συνυφασμένη με τους φυσικής προελεύσεως δεσμούς. Ανάπτυξη γεωργίας και κτηνοτροφίας.

    β) Δεύτερη περίοδος: ανάπτυξη της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας σε αναντίστοιχη εαυτής βάση (γαιοκτησία – ιδιοκτησία επί ενός φυσικής προέλευσης μέσου παραγωγής). Ο φεουδαρχικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Δουλοπαροικία. Σύμπτωση κοινωνικών και κατεστημένων τάξεων. Ανάπτυξη της χειροτεχνίας. Γενικευμένη  χρήση σιδηρών εργαλείων στη γεωργία. Η γη ως το ουσιωδέστερο συστατικό στοιχείο της παραγωγής. Ανάπτυξη της φεουδαρχικής χειροτεχνίας, συντεχνίες.

    γ) Ολοκλήρωση της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Ανάπτυξη της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί παρηγμένων μέσων παραγωγής (επί σχετικά αντίστοιχης εαυτής βάσης), και κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.

3.   Η ωριμότητα της ανθρώπινης κοινωνίας ως ριζική αλλαγή του τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας: κομμουνισμός, ενοποιημένη αταξική ανθρωπότητα και ολόπλευρη ανάπτυξη του πολιτισμού.

 

Οι όροι, τα κριτήρια και η βάση της περιοδολόγησης.

 

Ας σταθούμε περισσότερο στην περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας, εντάσσοντάς την στην Λογική της Ιστορίας. Εξυπακούεται ότι με την παρούσα ανακοίνωση δεν προβάλλω αξιώσεις ολοκληρωμένης πραγμάτευσης του θέματος. Απλώς κρίνω σκόπιμο να αναδείξω ορισμένες μεθοδολογικές πτυχές του ζητήματος και να μοιραστώ μαζί σας τον προβληματισμό μου, ελπίζοντας ότι ο δημιουργικός διάλογος θα προωθηθεί.

Είναι αδύνατο σήμερα να θεωρούμε τα κεκτημένα της θεωρίας (της περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας συμπεριλαμβανομένης) που μας κληροδότησαν οι κλασσικοί ως εσαεί επαρκή, είτε ως ανεπιστρεπτί παρωχημένα. Οι αλλαγές που μεσολάβησαν είναι ραγδαίες: «Στην εποχή του Λένιν (πόσο μάλλον στην εποχή των Μαρξ - Ένγκελς) δεν υπήρξαν από­πειρες σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δεν υπήρχε σοσιαλιστικό στρα­τόπεδο. Δεν υπήρχε αλληλεπίδραση σοσιαλιστικών κρατών. Στην εποχή των Μαρξ - Ένγκελς δεν υπήρχε ακόμα η επιστημονικοτεχνική επα­νάσταση. Μόλις άρχιζε στην εποχή του Λένιν, ενώ το δεύτερο στάδιο της άρχισε το’70-’80, οπότε παρατηρείται η μετά­βαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος... Το ίδιο και σήμερα, πραγματοποι­είται μια εντελώς νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, αδιανόητη για την εποχή του Λένιν (πόσο μάλλον για την εποχή των Μαρξ -Ένγκελς)». (Βαζιούλιν Β. Α., 1994). Ωστόσο, όσες και αν είναι οι αλλαγές που σημειώθηκαν στον καπιταλισμό, «αυτός, ως προς την ουσία του, παραμένει κα­πιταλισμός. Αυτό σημαίνει ότι τα θεωρητικά αυτά κεκτημένα πρέπει να αναλυθούν υπό το πρίσμα της σύγχρονης εποχής, όπως και ο Λένιν στην εποχή του, την εποχή του ιμπεριαλισμού, προσπάθησε να αναστοχαστεί τον Μαρξ» (ό. π.).

Πολλά εγχειρήματα περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, αναλώνονται στην παράθεση απόψεων, στην αναζήτηση ορόσημων, στην εξωτερική χρονολογική αλληλουχία, στην μονομερή εμπειρική ανάδειξη ξεχωριστών πτυχών και τάσεων της αντιφατικής διαδικασίας, σε στατική διάκριση σταδίων, λαμβάνοντας ως κριτήρια τις Α ή Β πτυχές ή τάσεις της βάσης ή του εποικοδομήματος, το εκάστοτε είδος ασκούμενης πολιτικής,  κ.ο.κ. Συχνά μάλιστα, -στα πλαίσια μιας διάθεσης «ριζοσπαστικής» άρνησης της «θεωρίας των σταδίων», ενισχυόμενης από τη μόδα της σχετικοποίησης των πάντων στη διακειμενικότητα του μεταμοντέρνου χυλού, - απορρίπτεται συλλήβδην κάθε εγχείρημα και κριτήριο περιοδολόγησης...

Φερ’ ειπείν, η συσσώρευση εμπειρικού υλικού αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, συνηγορεί υπέρ της ανάγκης ενός εμπλουτισμού, μιας νέας σύνθεσης (γενίκευσης και συγκεκριμενοποίησης) και –ενδεχομένως- μιας διαλεκτικής άρσης–υπέρβασης των κεκτημένων της συμβολής του Λένιν στην περί ιμπεριαλισμού θεωρία*. Ωστόσο αυτό είναι ανέφικτο στα πλαίσια εμπειρικών – φαινομενολογικών περιγραφών, μέσω μιας εκλεκτικίστικης συρραφής ορισμένων εκ των (αρκούντως πολυάριθμων) ιδιοτήτων της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας, είτε προτάσσοντας αυθαίρετα τα Α ή τα Β γνωρίσματά της. Εκ των πραγμάτων ακυρώνονται τα εγχειρήματα παράκαμψης θεωρητικών και μεθοδολογικών δυσκολιών δια της ονοματοθεσίας... Επ’ ουδενί λόγω δεν συνιστά θεωρία η σπουδή που επιδεικνύουν κάποιοι σε φραστικά υποκατάστατα, όπου απλώς «προσάπτουν κατηγορούμενο στο υποκείμενο» (Χέγκελ)... **

Η όποια αλλαγή, η ανάπτυξη μιας περίπλοκης ιστορικής διαδικασίας «δεν αφορά μόνο το ξεχωριστό, το μοναδιαίο, το ειδικό, αλλά και το γενικό [το κοινό στοιχείο]. Εξ’ αυτού έπεται ότι η περιοδολόγηση της ιστορίας οφείλει να πραγματοποιείται σε αντιστοιχία με τη μεταβαλλόμενη, με την αναπτυσσόμενη βάση [θεμέλιο] της περιοδολόγησης. Στην ιστορία της ανθρωπότητας εκείνο που αλλάζει [μεταβάλλεται], αναπτύσσεται, δεν είναι μόνο το [εκάστοτε] συγκεκριμένο περιεχόμενο των παραγωγικών δυνάμεων, των σχέσεων παραγωγής, της διαλεκτικής τους [σχέσης], του εποικοδομήματος, των μορφών κοινωνικής συνείδησης..., αλλά και οι παραγωγικές δυνάμεις αφ’ εαυτές, τα συστατικά στοιχεία που τις απαρτίζουν αφ’ εαυτά, οι σχέσεις παραγωγής αφ’ εαυτές κλπ.» (Βαζιούλιν Β.Α., 1988, σελ 317).

Ο Κ. Μαρξ θεωρούσε ότι η κεφαλαιοκρατία είναι ο τελευταίος ανταγωνιστικός κοινωνικό - οικονομικός σχηματισμός, ο τελευταίος σχηματισμός της προϊστορίας της ανθρωπότητας. Στο «Κεφάλαιο» (και σε άλλα οικονομικά έργα του), ο Κ. Μαρξ μας παρέχει μια θεωρητική περιοδολόγηση της διαδικασίας ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας βάσει των νομοτελειών που τη διέπουν, την οποία συνεχίζει και αναπτύσσει ο Β. Ι. Λένιν, αποκαλύπτοντας τα γνωρίσματα και τις νομοτέλειες ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας κατά το στάδιο τού ιμπεριαλισμού και της εποχής των πρώτων (πρώιμων) σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Ακριβώς αυτά τα κεκτημένα των κλασσικών οφείλει να αναστοχαστεί κριτικά και δημιουργικά, να επικαιροποιήσει και να διακριβώσει η σύγχρονη επαναστατική θεωρία.

            Είναι γεγονός ότι «η εποχή της επαναστατικής πάλης εναντίον της κεφαλαιοκρατίας, της επαναστατικής μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό απαιτούσε και απαιτεί προπαντός και κατά κύριο λόγο τη θεμελίωση του αναπόφευκτου του θανάτου της κεφαλαιοκρατίας. Συνεπώς [εδώ] εγείρεται στο προσκήνιο η εξέταση ακριβώς της κεφαλαιοκρατίας ως παροδικού [χαρακτήρα] ιστορικού μορφώματος» (Βαζιούλιν Β. Α. 1988, σελ.272).

Ωστόσο η επαναστατική στάση δεν μπορεί να ανάγεται σε απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, σε στείρο αντικαπιταλισμό, δεδομένου ότι  η προοπτική της οικοδόμησης του κομμουνισμού προϋποθέτει τον επαναστατικό  μετασχηματισμό -διαλεκτική άρση- όχι μόνο της κεφαλαιοκρατίας, αλλά και του συνόλου των κληροδοτημάτων της προγενέστερης ιστορικής ανάπτυξης, τα οποία ενταγμένα στην τροχιά της κεφαλαιοκρατίας και εν μέρει τροποποιημένα από αυτήν σηματοδοτούν την αναπαραγόμενη και επιτεινόμενη ανισομέρειά της.

Βασικό χαρακτηριστικό της θεωρητικής περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας, είναι το γεγονός ότι εδώ, ως κριτήριο περιοδολόγησης δεν προβάλλει ούτε η εξωτερική χρονολογική αλληλουχία, ούτε και μια αμετάβλητη και στατική αντίληψη περί της δομής του εν λόγω σχηματισμού, αλλά η μεταβολή και η ανάπτυξη της βασικής αντίφασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (με τη στενή και με την ευρεία έννοια), των αντιφατικών τάσεων και των συστατικών στοιχείων παραγωγής και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής   στην ενότητά τους. Γι’ αυτό, η θεωρητική περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας οφείλει να πραγματοποιείται και να τεκμηριώνεται συστηματικά, σε αντιστοιχία με την μεταβαλλόμενη, αναπτυσσόμενη βάση της περιοδολόγησης, στην οποία αντανακλάται η εκάστοτε συγκεκριμένη ιστορική ενότητα εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώδους και επουσιώδους, εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης κ.λ.π. Η περιοδολόγηση αυτή οφείλει να εντάσσει οργανικά στο πλαίσιο αναφοράς της την δυναμική του παρελθόντος (της προ-κεφαλαιοκρατικής ιστορίας), του παρόντος και του μέλλοντος (της ωρίμανσης των προϋποθέσεων άρσης της κεφαλαιοκρατίας και την κλιμάκωση της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης).  Επομένως, η περιοδολόγηση αυτή δεν συνιστά εκδήλωση ακαδημαϊκού σχολαστικισμού, αλλά είναι οργανικό στοιχείο της επαναστατικής θεωρίας, που   λειτουργεί ως όρος της μελλοντικής θεμελίωσης της στρατηγικής και τακτικής της παγκόσμιας επανάστασης.

Επί κεφαλαιοκρατίας η σημασία της μεταβολής των μέσων εργασίας - παραγωγής (σε συνδυασμό με την αλλαγή της θέσης και του ρόλου του άμεσου παραγωγού – μισθωτού εργάτη) είναι αύξουσα – σε σύγκριση με τους προκεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς.

Γι’ αυτό και είναι σκόπιμο, κατά την θεωρητική περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας, να θεωρηθεί ως αναπτυσσόμενη βάση της περιοδολόγησης η διαβάθμιση - σταδιακή διαμόρφωση και ανάπτυξη των μέσων και του τρόπου   παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (όπως αυτή αναδεικνύεται κατ’ αρχήν από τον Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο, κατά την εξέταση της μετάβασης από την απόλυτη στην σχετική υπεραξία), και οι ιστορικές διαβαθμίσεις της συσχέτισης εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας.

Πως συσχετίζεται η εκάστοτε εκτατική και εντατική ανάπτυξη με την ποιότητα και την ουσία της αναπτυξιακής διαδικασίας; «Και η εκτατική και η εντατική ανάπτυξη οποιασδήποτε διαδικασίας συνιστούν ανάπτυξη στα πλαίσια μίας και της αυτής ριζικής [θεμελιώδους] ποιότητας. Ποσοτικές και όχι ριζικές ποιοτικές αλλαγές διεξάγονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της [εν λόγω] διαδικασίας. Απολύτως [αμιγώς] καθαρές μόνο ποσοτικές είτε μόνο ποιοτικές αλλαγές δεν υφίστανται. Εν τούτοις κατά την εκτατική ανάπτυξη υπερτερούν, καθορίζουν το «πρόσωπο» της ανάπτυξης οι ποσοτικές αλλαγές, ενώ κατά την εντατική ανάπτυξη εγείρονται στο προσκήνιο οι ποιοτικές αλλαγές, [οι οποίες] ωστόσο [εκτυλίσσονται] στα «πλαίσια» της ίδιας ριζικής ποιότητας, της ίδιας ουσίας» (Βαζιούλιν Β.Α., 1988, σελ. 287-288).

Όταν αναφερόμαστε στην εκτατική και εντατική ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, εννοούμε πάντοτε τις ιστορικές (χωρο-χρονικά προσδιορισμένες) διαβαθμίσεις της ανάπτυξη της βασικής αντίφασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (με τη στενή και με την ευρεία έννοια) και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής στην ενότητά τους. Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι η ανάπτυξη αυτή, –κάθε άλλο παρά γραμμική διαδικασία  συνέχειας-ασυνέχειας– διέπεται από τους νόμους της διαλεκτικής, και διανύει ορισμένα στάδια (φάσεις κ.ο.κ.), στο καθ’ ένα από τα οποία, ορισμένος τύπος, ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων – ως νέα βαθμίδα εντατικής ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής – οδηγεί σε νέου τύπου εκτατική ανάπτυξη και σε πολλών επιπέδων αναδιάρθρωση των όρων συσχέτισης εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης σε εθνική, περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα.

 

Βασικά στάδια ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας.

 

 Ας αναφερθούμε επιγραμματικά στα βασικά στάδια που διανύει η κεφαλαιοκρατία κατά την ανάπτυξή της:

1. Το στάδιο της αρχής της κεφαλαιοκρατίας (πριν από την πρωταρχική εμφάνιση της ουσίας της): διαμόρφωση της χειροτεχνίας στα σπλάχνα της φεουδαρχίας.

2. Το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας της κεφαλαιοκρατίας: μετάβαση στη χειροτεχνία που είναι ελεύθερη από τα συντεχνιακά δεσμά (γενικά από τα δεσμά της φεουδαρχικής της οργάνωσης) και παραγωγή (με τη βοήθεια παρηγμένων μέσων, που θέτει σε κίνηση μισθωτή εργασία) η οποία προορίζεται για την αγορά.

3. Το στάδιο της διαμόρφωσης της ουσίας της κεφαλαιοκρατίας: η περίοδος της «μανουφακτούρας» [γερμ. «manufakturperiode», η περίοδος της πρωταρχικής κεφαλαιοκρατικής βιοτεχνίας], μετάβαση στην ευρείας κλίμακας παραγωγή μηχανών με χειροτεχνικό και βιοτεχνικό τρόπο, μετάβαση στην παραγωγή μηχανών με μηχανές.

Το στάδιο αυτό από ποσοτικής πλευράς οριοθετείται με την υπεροχή της προοριζόμενης για τις ανάγκες της (διευρυνόμενης σε παγκόσμια κλίμακα) αγοράς και εκτατικά αναπτυσσόμενης παραγωγής έναντι των λοιπών παραγωγών.

Όταν συγκροτείται η παγκόσμια αγορά, η κατ’ εξοχήν εκτατική ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας γίνεται κατ’ εξοχήν  εντατική. Η κεφαλαιοκρατία ωριμάζει.

Το σημαντικότερο στοιχείο για τον προσδιορισμό της ποιοτικής και της ουσιώδους πλευράς της διαδικασίας διαμόρφωσης της κεφαλαιοκρατίας, είναι η εξέταση της διαδικασίας διαμόρφωσης των αντίστοιχων της ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατίας μέσων παραγωγής. Ιστορικά προκύπτουν οι εξής διαβαθμίσεις των μέσων παραγωγής:

·                    Απλή συνεργασία. Είναι η πρώτη και απλούστερη δυνατότητα αύξησης της ποσότητας των παραγόμενων προϊόντων με χειροκίνητα εργαλεία εργασίας, τα οποία τίθενται σε κίνηση ατομικά, μέσω της συνένωσης παραγωγών υπό μίαν αρχή, η οποία αρχικά προέρχεται από την κυκλοφορία των προϊόντων και στη συνέχεια από την παραγωγή.

·                    Μανουφακτούρα. Συνιστά μια βαθύτερη ποιοτική αλλαγή επί της ίδιας τεχνικής βάσης μέσω του καταμερισμού της εργασίας μεταξύ παραγωγών, οι οποίοι έχουν συνενωθεί υπό την αρχή ενός ιδιοκτήτη. Εξειδίκευση των χειρονακτικών εργαλείων τα οποία τίθενται σε κίνηση ατομικά και δημιουργία προϋποθέσεων της τεχνικής των μηχανών.

4. Το στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας: η δημιουργία της τεχνικής βάσης της μεγάλης παραγωγής, η κυριαρχία της παραγωγής μηχανών μέσω μηχανών (εργαλειομηχανές με ατμομηχανικούς κινητήρες, με κινητήρες εσωτερικής καύσης, ανάπτυξη συστήματος μηχανών με ηλεκτροκινητήρες), αυτοματισμοί. Το στάδιο αυτό έχει ως ορόσημο τη βιομηχανική επανάσταση. Οι μηχανές γίνονται εν πολλοίς «αυτενεργά» μέσα εργασίας (κινητήριο, μεταβιβαστικό και εργαλειακό μέρη των μηχανών) με μεγαλύτερη (σε σύγκριση με αυτή των χειροκίνητων μέσων) σχετική ανεξαρτησία από τον παραγωγό,  γίνονται προϊόντα της εκμηχανισμένης μηχανουργίας, γίνονται μηχανοποίητες. Επέρχεται η συνεχής (αδιάλειπτη) ανάπτυξη της παραγωγής και η μετάβαση της εργασίας από την τυπική στην ουσιαστική υπαγωγή της στο κεφάλαιο, δεδομένου ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας της γίνεται πλέον τεχνική αναγκαιότητα.

Με το στάδιο αυτό οριοθετείται η μετάβαση της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας από την εποχή της τυπικής στην εποχή της ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

5. Το στάδιο της παρακμής, της σήψης και του θανάτου της κεφαλαιοκρατίας: ο ιμπεριαλισμός. Η περαιτέρω ανάλυση αυτού του σταδίου, όπως θα δούμε, συνηγορεί υπέρ της διακρίβωσης εντός του δύο βαθμίδων, δύο (υπο-) σταδίων.

Ο Μαρξ  απέδειξε, ότι το μέσο της εργασίας, ενταγμένο στην παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου,  διατρέχει διάφορες μεταμορφώσεις «με τελευταία τους τη μηχανή, ή καλύτερα, ένα αυτόματο σύστημα μηχανημάτων (το σύστημα μηχανημάτων που είναι αυτόματο δεν είναι παρά η πιο ολοκληρωμένη, επαρκέστερη μορφή τους και μόνο αυτό μετατρέπει τα μηχανήματα σε σύστημα), που το κινεί ένα αυτόματο, μια κινητήρια δύναμη που αυτό-κινείται, αυτόματο που αποτελείται από πολυάριθμα μηχανικά και πνευματικά όργανα, έτσι ώστε οι ίδιοι οι εργάτες καθορίζονται μόνο σαν συνειδητά μέλη του» (Grundrisse…τ. Β, σ. 531).

Εδώ δεν πρόκειται για καθαρά τεχνολογικού χαρακτήρα διαδικασίες που εκτυλίσσονται σε εργαστηριακές συνθήκες. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες συνοδεύονται από αλλαγές στον χαρακτήρα και στον καταμερισμό της εργασίας με απώτερες κοινωνικές επιπτώσεις. Πρόκειται για διαδικασίες που εκτυλίσσονται εντός ιστορικά  συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής, οι οποίες με τη σειρά τους επενεργούν και στη δυναμική της τεχνολογικής συνιστώσας της παραγωγικής επενέργειας στη φύση.

Με την ανάπτυξη της παραγωγής με μηχανές επί κεφαλαιοκρατίας κλιμακώνεται και η αντίφαση μεταξύ μηχανής, μη ζωντανής παραγωγής και χρησιμοποίησης της ζωντανής εργασίας κατά τη λειτουργία των μηχανών. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ αντικειμενοποιημένης στους εμπράγματους όρους της παραγωγής προγενέστερης «νεκρής» εργασίας (σταθερού κεφαλαίου) και εμπλεκόμενης στην παραγωγική διαδικασία ζωντανής εργασίας (μεταβλητού κεφαλαίου), η οποία υποβαθμίζεται σε προσάρτημα της μηχανής. Ήδη από την εισαγωγή της εκμηχάνισης, η ζωντανή εργασία μετατρέπεται σε «απλό ζωντανό παρακολούθημα» αυτού του συστήματος μηχανών, σε «μέσο για τη δράση του» (Grundrisse…τ. Β, σ. 532). Η αντίφαση ζωντανής και νεκρής εργασίας έχει έναν μόνο τρόπο επίλυσης, θεμελιωδώς ανέφικτο επί κεφαλαιοκρατίας: τη βαθμιαία απώθηση του ανθρώπου εκτός της σφαίρας της άμεσης παραγωγής (πρωταρχικά εκτός του πεδίου χρήσης έτοιμων μηχανών), (Βαζιούλιν Β.Α., 1988, σ. 285).

Η μετάβαση της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητας της, σημαίνει ταυτόχρονα και ωρίμανση των αντικειμενικών όρων της κατάργησης της, οι οποίοι αποτελούν και τις ιστορικές προϋποθέσεις μετάβασης στην πιο ανεπτυγμένη κοινωνία. Έτσι, οι ιστορικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού ωρίμασαν όταν αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή αρχίζει να διαδραματίζει η μηχανοποιημένη παραγωγή, και μάλιστα όταν άρχισε η παραγωγή μηχανών από μηχανές. Ταυτόχρονα, διανοίχτηκε γενικά η δυνατότητα δημιουργίας μίας σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών, ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας μετατράπηκε σε τεχνολογική αναγκαιότητα, τα ίδια τα παρηγμένα μέσα εργασίας απέκτησαν αναγκαία κοινωνικό χαρακτήρα, δηλ. ένα κοινωνικό χαρακτήρα που καθορίζεται από την αναγκαία υφή των παρηγμένων μέσων εργασίας. Στο βαθμό που αναπτύσσεται η μηχανοποιημένη παραγωγή και εδραιώνεται, α­ναπτύσσεται και ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, αναπτύσσεται η κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Με την ανάπτυξη της μηχανοποιημένηςς παραγωγής διαμορφωνόταν και η σύύγχρονη εργατική τάξη, η τάξη των ππαραγωγών που είναι διαπαιδαγωγημένοι στην εργασιακή πειθαρχία, συνενώνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις και διαθέτουν ένα πολιτιστικό επίπεδο επαρκές για τον χειρισμό των μηχανών, αλλά δεν συνειδητοποιεί αυτομάτως τη θέση, το ρόλο και την κοινωνική αποστολή της*. Στις άμεσες ιστορικές προϋποθέσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας συμπεριλαμβάνονται επίσης και η ηθική, η τέχνη, η φιλοσοφία, η πολιτική, η επιστημονική ιδεολογία της εργατικής τάξης.

Όμως, όλα αυτά εξακολουθούν να παραμένουν απλώς ιστορικές προϋπο­θέσεις του κομμουνισμού, διότι κυριαρ­χούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η καπιταλιστική ιδιοκτησία και σ' αυτή τη βάση σε όλους τους υπόλοιπους τομείς της ζωής της κοινωνίας διατηρείται η κυριαρχία της αστικής τάξης.

 

Τα όρια εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Ανισομέρεια και παγκόσμια επαναστατική διαδικασία.

Όσο ο καπιταλισμός κυριαρχεί αναπτύσσεται τόσο εκτατικά, όσο και εντατικά. Εξωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, είναι ο σχηματισμός του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος (τα όρια του οποίου συρρικνώνονται με τη δημιουργία του παγκόσμιου σοσιαλι­στικού συστήματος). Εσωτερικό δε όριο της εκτατικής ανάπτυξής της, είναι το όριο της επέκτασης (δια της συγκέντρωσης – συγκεντροποίησης) της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας ως οικονομικού μορφώματος, δηλαδή το μονοπώλιο. «… Η βαθύτερη οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού είναι το μονοπώλιο» (βλ. Λένιν Β. Ι., τ.27, στο ίδιο, σ.396)*, γι’ αυτό , όπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν, «ως προς την οικονομική ουσία του ο ιμπεριαλισμός είναι μονοπωλιακή κεφαλαιοκρατία» (ό. π., σ.420)**.

Παρά το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατία περνά στην εντατική της ανάπτυξη από το στάδιο ακόμα της ωριμότητας της (παραγωγή κατ’ εξοχήν σχετικής υπεραξίας με την παραγωγή μηχανών από μηχανές), η εντατική ανάπτυξή της γίνεται κυρίαρχη μόνο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Η αναντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγήςς εντείνεται, ωστόσο δεν μπορεί ναα είναι απόλυτη, διότι η απόλυτη ανααντιστοιχία προϋποθέτει τον απόλυτο εεκτοπισμό της ζωντανής εργασίας αππό την παραγωγική διαδικασία, την αππόλυτη αυτοματοποίηση της παραγωγήής συνολικά (τη μεγιστοποίηση του σττα­θερού κεφαλαίου και την αναγωγή στο μηδέν του μεταβλητού). Ωστόσο, αυτό είναι ένα όριο (της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας), η επίτευξη του οποίου ανάγεται στο άπειρο. Η επίτευξη αυτού του ορίου θα σήμαινε και υπέρβαση του μέτρου ύπαρξης της κεφαλαιοκρατίας ως ποιότητας και ουσίας, όπως αυτό υπαγορεύεται από τον ενδότερο πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, από τη θέση της ζωντανής εργασίας στην παραγωγική αλληλεπίδραση της κοινωνίας με τη φύση. Από αυτήν την άποψη, η αυτόματη κατάρρευση της κεφαλαιοκρατίας είναι ανέφικτη και απραγματοποίητη. Αλλά η εγγενής αντιφατικότητα της κεφαλαιοκρατίας γεννά το πραγματικό ιστορικό όριο της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας: την σοσιαλιστική επανάσταση, η ουσία της οποίας είναι η εξάλειψη της κυριαρχίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής. Επομένως, η όποια συγκεκριμενοποίηση της περιοδολόγησης του ιμπεριαλισμού, οφείλει να εντάξει οργανικά στο πεδίο της έρευνας την γενίκευση της μέχρι τώρα πορείας της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, την αντιφατική πορεία των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού και την πρόβλεψη των τάσεων της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας.

Στο στάδιο του ιμπεριαλισμού παρατηρείται μία απότομη όξυνση και διαπλοκή των αντιφάσεων της κεφαλαιοκρατίας (μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, μεταξύ μονοπωλίων, μεταξύ μονοπωλιακού και μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, μεταξύ μονοπωλίων και ασθενώς ανεπτυγμένων χωρών, μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων, μεταξύ περιφερειακών ολοκληρώσεων, μεταξύ ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών και λιγότερο ανεπτυγμένων-υπανάπτυκτων, κ.λ.π.). Η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος λειτουργεί ως μέσο παγίωσης, διεύρυνσης και εμβάθυνσης της ανισομέρειας, του αποκλεισμού και της διακινδύνευσης. Ως μέσο ενίσχυσης του παρασιτισμού με τη συγκέντρωση κλάδων «εντάσεως κεφαλαίου» σε μια ελίτ χωρών και τη διασπορά στην περιφέρεια των κλάδων «εντάσεως εργασίας», των ενεργοβόρων και ρυπογόνων παραγωγών. Ορισμένου τύπου εκμηχάνιση και αυτοματοποίηση, μπορεί να λειτουργήσει και ως μηχανισμός παγίωσης διεύρυνσης και εμβάθυνσης της ανισομέρειας τομέων, κλάδων παραγωγής και περιοχών, όπως συμβαίνει π.χ. με την υπαγωγή πληθώρας ανομοιογενών μονάδων σε ενοποιημένο πολυεπίπεδο δικτυακό σύστημα συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, διοίκησης και ελέγχου. Παρά τις περί του αντιθέτου εικασίες, ο πλέον ασθενής, ο πλέον τρωτός και ευάλωτος κρίκος του παγκό­σμιου καπιταλιστικού συστήματος είναι εκείνες οι ασθενώς ανεπτυγμένες εξαρτημένες χώρες, στις οποίες συμπυκνώνονται με την οξύτερη μορφή οι αντιθέσεις του.

Έτσι, η ανισομέρεια της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας (που διαρκώς εντείνεται) παρέχει μεν στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες του τη δυνατότητα να «αποσοβούν», να αποσβένουν και να κατευνάζουν τυχόν επιπτώσεις των κρίσεων και των οξυμένων κοινωνικών συγκρούσεων από το εσωτερικό τους, επιτυγχάνοντας (χάρη στα μονοπωλιακά υπερκέρδη) σχετικά υψηλό τεχνολογικό και βιοτικό επίπεδο και υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης των εργαζομένων τους σε ένα κλίμα γενι­κής συναίνεσης (εργατική αριστοκρα­τία, εργατική γραφειοκρατία, καταναλωτικά πρότυπα, τυπική δημοκρατία και συμμετοχή κ.λ.π.), ταυτόχρονα όμως διοχετεύει το τίμημα αυτής της «ευημερίας» (που συνήθως δεν είναι παρά μια κτηνώδης μορφή βαρβαρότητας του καταναλωτισμού και της αλλοτρίωσης) των ανεπτυγμένων χωρών, στις λιγότερο ανεπτυγ­μένες και υπανάπτυκτες, στις εξαρτη­μένες χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου». Αυτά είναι τα γνωρίσματα του παρασιτισμού και της σήψης της κεφαλαιοκρατίας. «Θα ήταν σφάλμα, - έγραφε ο Β. Ι. Λένιν – να θεωρηθεί ότι αυτή η τάση προς σήψη αποκλείει την ταχεία ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας… Η κεφαλαιοκρατία εν συνόλω αναπτύσσεται μεν ασύγκριτα ταχύτερα απ’ ότι κατά το παρελθόν, πλην όμως η ανάπτυξη αυτή δεν καθίσταται μόνο γενικά πιο ανισομερής, αλλά η ανισομέρεια εκδηλώνεται επίσης μεταξύ άλλων και με την αποσύνθεση των πλέον ισχυρών ως προς το κεφάλαιο χωρών…» (τ.27, σ.422-423.)*.

Μερίδιο των «καρπών» αυτής της ανισομέρειας, της ανισότιμης ανταλλαγής, της νεοαποικιακής ληστρικής εκμετάλλευσης κ.λ.π. καρπώνονται (επίσης ανισομερώς) τα διάφορα στρώματα της εργατικής τάξης των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ευρεία διάδοση του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού στην συνείδηση των εργαζομένων των καπιταλιστικών χωρών ανώ­­τερου ή και μέσου επιπέδου ανάπτυξης, με την συνακόλουθη παραμόρφωση, γραφειοκρατικοποίηση και σοσιαλδημοκρατικοποίηση και των εργατικών κομμάτων τους. Οι απαρχές αυτής της διαδικασίας είχαν επισσημανθεί από τον Λένιν. Οι επισημάνσεις αυτές του Λένιν διατηρούν και σήμερα στο ακέραιο την επικαιρότη­τα τους, ωστόσο δεν αρκούν για ναα περιγράψουν την έκταση, το βάθος, τις νέες εκλεπτυσμένες μορφές διεθνούς εκμετάλλευσης με τα διάφορα συστήματα ολοκλήρωσης, εξάρτησης κ.λ.π. Οι επισημάνσεις αυτές έχουν τεράστια σημασία για την πρρόβλεψη των πιθανοτήτων έκρηξης επαναστατικών καταστάσεων και για το χωροχρονικό προσδιορισμό τουςς.

Η σύγχρονη παγκόσμια επαναστα­τική διαδικασία, εφόσον διεξάγεται στο εσωτερικό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αναπτύσσεται προπαντός μέσα από την πάλη για την ανεξαρτησία, για τη μετάββαση σε «μη καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης» (μόνο κατ' αυτό τον τρόπο είναι εφικτή η εδραίωση και διατήρηση της ανεξαρτησίας και η επίτευξη υψηλού επιπέδου ανάπτυξης) των χωρών εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση εκ μέρους των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων. Ωστόσο, στις χώρες αυτές, λόγω ακριβώς της ανι­σομέρειας της καπιταλιστικής ανά­πτυξης, διατηρούνται ακόμη σε σημαντικό βαθμό και αναπαράγονται από τον καπιταλισμό και εν μέρει μεττασχηματισμένες απ’ το κεφάλαιο προ-καπιταλιστικές σχέσεις. Δεν συνιστούν μη-καπιταλιστική περιφέρεια, όπως διατείνονται μερικές προσεγγίσεις. Είναι οργανικό στοιχείο του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το οποίο είναι εγγενώς ανισομερές ως προς την ανάπτυξη των συστατικών του στοιχείων.  Έτσι, όσο πιο εύκολη είναι η έκρηξη της επανάστασης σ' αυτές τις χώρες, τόσο πιο δύσκολη είναι η θετική πλέον οικοδόμηση των προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας και της ίδιαςς της νέας κοινωνίας, τόσο περισσόότερες είναι οι πιθανότητες αντεπαναστατικών – παλινορθωτικών διαδικασιών .

Ωστόσο, ο νικηφόρος αγώνας αυτών των χωρών για ανεξαρτησία και μη καπιταλιστική ανάπτυξη, η εξάλειψη της εκμετάλλευσης τους από πλευράάς των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών δυνάμεων, προκαλεί την εμπλοκή αυ­τού του παγκόσμιου μηχανισμού παρασιτισμού, «απόσβεσης» και διοχέέτευσης της όξυνσης, δημιουργώντας ευνοϊκές δυνατότητες για την άνοδο του επαναστατικού κινήματος και για την προοπτική της εμφάνισης επαναστατικής κατάστασης και στις πλέον ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατι­κές χώρες.

Πρώιμες και ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

 Έχουμε λοιπόν αντικειμενικά να κάνουμε με δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το πρώτο στάδιο αποτελείται από κύματα των πρώιμων επαναστάσεων σε χώρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης (με όλους τους κινδύνους ήττας, καπιταλιστικής παλινόρθωσης κ.λ.π.). Η αντεπανάσταση και η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση που επικράτησαν στην τέως ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες στις οποίες είχαν ξεσπάσει νικηφόρες  πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, δεν είναι τυχαία γεγονότα ή «καρκινώματα» της ιστορίας. Αποτελούν αναγκαία και νομοτελειακή (όχι αναπόφευκτη) στιγμή αυτού του σταδίου. Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδί­ου, οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, με τις οποίες θα εκλείψει και ο καπιταλισμός, οριστικά και αμετάκλητα από την αρένα της ιστορίας.

Από τις νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις προκύπτει ο πρώιμος σοσιαλισμός*. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πρώιμου σοσιαλισμού: α) ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας υλικοτεχνικής βάσης η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού (νικηφόρες πρώιμες επαναστάσεις σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων, ανισομερής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, ανισομερής ανάπτυξη και χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών, έντονη παρουσία χειρωνακτικής εργασίας κ.ο.κ.) και β) ανακύπτει στα πλαίσια συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου (νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες, κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, επαπειλούμενοι πόλεμοι –Β΄ Παγκόσμιος, «Ψυχρός Πόλεμος», πληθώρα τοπικών «θερμών»- βεβιασμένη επίσπευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με «στρατιωτικοποίηση» της κοινωνίας, βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για το σοσιαλισμό, κ.ο.κ.).

Αντίστοιχα δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού επί υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να υπερέχουν έναντι των δυνάμεων του κόσμου του κεφαλαίου.

Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των σοσιαλιστικών χωρών (πολλώ μάλλον δε, του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, και των ενισχυόμενων και προσανατολιζόμενων ποικιλοτρόπως από αυτό αντιαποικιοκρατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων), το όριο εκτατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας συρρικνώνεται ουσιαστικά. Η αμιγής και αδιαμφισβήτητη παγκόσμια κυριαρχία του πόλου των ισχυρών του κεφαλαίου επί του εξαρτημένου κόσμου, διεμβολίζεται δυναμικά από την εναλλακτική ιστορική  προοπτική, που δεν είναι πλέον αφηρημένη δυνατότητα, αλλά δρομολογείται η πορεία της ως ενεργού πραγματικότητας. Ακόμα και στο επίπεδο του αστικού κοινού νου, το ρήγμα αυτό της ιστορίας βρίσκει την περιγραφική έκφρασή του. Υπάρχουν πλέον τρεις κόσμοι: ο «Πρώτος», ο «Δεύτερος» και ο «Τρίτος». Η πορεία του τελευταίου γίνεται μείζον ιστορικό διακύβευμα. Περίπλοκα συστήματα αλληλεπιδράσεων προκύπτουν στο εσωτερικό του καθ’ ενός τους και μεταξύ τους. Εδώ δεν πρόκειται για μια ποσοτική, εκτατική – γεωγραφική συρρίκνωση της κατά τα λοιπά αμετάβλητης κεφαλαιοκρατίας. Είναι μια αλλαγή που συνεπιφέρει ποιοτικές και ουσιαστικές επιπτώσεις και στους δύο πόλους αυτής της νέας έκφρασης της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, και στα δύο αλληλεπιδρώντα και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, αλλά και στον ενδιάμεσο διαφιλονικούμενο χώρο. Είναι μια αλλαγή του πεδίου εκτατικής ανάπτυξης που οδηγεί αναπόδραστα σε εντατικές αναδιαρθρώσεις του μηχανισμού εκμετάλλευσης σε εθνική και διεθνή κλίμακα (βλ. π.χ. την μετάβαση από την αποικιοκρατία στις νεοαποικιοκρατικές μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης, την μετάβαση στην κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, το «κοινωνικό κράτος», κ.ο.κ.).

Η θεωρητική περιοδολόγηση οφείλει να αναδείξει την ιστορική δυναμική της αλληλεπίδρασης εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης κεφαλαιοκρατίας και πρώιμου σοσιαλισμού, σε συνάρτηση με την κλιμάκωση και αποκλιμάκωση της πόλωσης των δύο παγκόσμιων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων υπό το πρίσμα της συσχέτισης παγκόσμιας επανάστασης και αντεπανάστασης. Οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι η εν λόγω δυναμική είναι αδύνατο να αποτιμηθεί αντικειμενικά από μερίδα της αριστεράς, που δίνοντας εξετάσεις «οραματικής καθαρότητας» (σε ποιους αλήθεια;), με κάθε ευκαιρία (ακόμα και χωρίς ευκαιρία) σπεύδει να νίψει τας χείρας της, αποκηρύσσοντας μετά βδελυγμίας όπου γης κάθε πραγματικό εγχείρημα επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, ακόμα και την περί αυτού ανάμνηση. Προφανώς αυτό γίνεται στα πλαίσια ενός εναγώνιου αυτοπροσδιορισμού στον αντίποδα της άλλης αριστεράς της ήττας και της υποχώρησης, που επενδύει την καθεστωτική της στάση με την άκριτη εξιδανίκευση ορισμένου τύπου πρώιμου σοσιαλισμού. Έχουμε λοιπόν την οπτική του αναθέματος και της δαιμονολογικής απόρριψης  των κεκτημένων της Οκτωβριανής Επανάστασης, στον αντίποδα της αγιογραφικής εξιδανίκευσης εν είδει μνημόσυνου του «υπαρκτού σοσιαλισμού»... Εάν αξίζουν τιμή και δόξα οι ηττημένοι κομμουνάροι στο Παρίσι του 1871, που κράτησαν την επανάσταση σε μια πόλη επί μερικές ημέρες, με ποια λογική είναι για ορισμένους «επαναστάτες» ανάξια λόγου και άξια αναθέματος μια επαναστατική πορεία που σημάδεψε τους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων του 20ου αι.; Μια  πορεία, η οποία κατά την ακμή της έθεσε σοβαρά σε κίνδυνο το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, εμπλούτισε την παγκόσμια ιστορία και την ιστορία του επαναστατικού κινήματος με την εμπειρία της μεγαλύτερης, βαθύτερης και της πλέον μακρόβιας νικηφόρου σοσιαλιστικής επανάστασης, ανέλαβε το κύριο βάρος της συντριβής του φασισμού, με 27 εκατομμύρια νεκρούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ενίσχυσε (υλικά και ηθικά) τους αντιαποικιοκρατικούς και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες πολλών λαών.

 

 

Από τα μονοπώλια στις πολυεθνικές: νέα βαθμίδα, νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού.

 

Ο Β. Ι. Λένιν διέκρινε «τέσσερα κύρια είδη μονοπωλίων είτε κύριων εκδηλώσεων της μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας, χαρακτηριστικών για την υπό εξέταση εποχή» (στο ίδιο, σελ. 421): τις μονοπωλιακές ενώσεις κεφαλαιοκρατών, τη μονοπωλιακή κατοχή των σημαντικότερων πηγών πρώτων υλών, το μονοπώλιο του χρηματιστικού κεφαλαίου και την μονοπωλιακή κατοχή αποικιών (σήμερα διατηρείται με τη μορφή της «νεοαποικιοκρατίας»). Επί ιμπεριαλισμού «μερικές θεμελιώδεις ιδιότητες της κεφαλαιοκρατίας άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους...σχηματίσθηκαν και εκδηλώθηκαν στην επιφάνεια γνωρίσματα της μεταβατικής εποχής, από την κεφαλαιοκρατία προς το ανώτερο κοινωνικό - οικονομικό καθεστώς» (στο ίδιο, σ.385). Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι «θεμελιώδης ιδιότητα της κεφαλαιοκρατίας και γενικά της εμπορευματικής παραγωγής το μονοπώλιο συνιστά το εκ διαμέτρου αντίθετο του ελεύθερου ανταγωνισμού...» (στο ίδιο). Σε άλλο σημείο ο Β .Ι. Λένιν παρατηρεί: «…το μονοπώλιο το οποίο αναφύεται στο έδαφος του ελεύθερου ανταγωνισμού και ακριβώς από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι η μετάβαση από την κεφαλαιοκρατία σε ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς» (στο ίδιο, σ. 420 – 421). Έτσι θεμελιώδεις ιδιότητες της κεφαλαιοκρατίας μετατρέπονται μεν στο αντίθετό τους, αλλά παραμένουν υποταγμένες στιγμές της ουσίας της κεφαλαιοκρατίας.

Το μονοπώλιο ως η «βαθύτερη οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού» είναι «μονοπώλιο κεφαλαιοκρατικό, δηλ. έχει αναπτυχθεί από την κεφαλαιοκρατία και βρίσκεται εντός της γενικής διάταξης της κεφαλαιοκρατίας, της εμπορευματικής παραγωγής, του ανταγωνισμού, σε μόνιμη και αδιέξοδο αντίφαση με αυτή τη γενική διάταξη. Εν τούτοις, όπως και κάθε μονοπώλιο, γεννά αναπόφευκτα την τάση προς στασιμότητα και σήψη» (Λένιν Β. Ι., τ.27, σ.396-397). Στην εποχή μας κυρίαρχη μορφή μονοπωλιακής ένωσης κεφαλαίων είναι οι πολυεθνικές εταιρίες.

Είναι γεγονός ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε μια από τις τελευταίες φάσεις της προϊστορίας της, όπου κυριαρχεί η ιδιωτική ιδιοκτησία και τα εγωιστικά ιδιοτελή συμφέροντα. Ο καθοριστικός κρίκος των εγωιστικών συμφερόντων της εποχής μας στις κεφαλαιοκρατικές χώρες είναι οι πολυεθνικές εταιρίες, οι οποίες συχνά θέτουν εαυτόν υπεράνω εθνικών συνόρων και κρατών.

Πολυεθνικές εταιρίες είναι οι μεγαλύτεροι μονοπωλιακοί όμιλοι – συγκροτήματα, που διαθέτουν ευρύ διεθνές (περιφερειακό και παγκόσμιο) δίκτυο παραρτημάτων, τμημάτων και εταιρικών ενώσεων (μέσω εξαγορών, στρατηγικών ενώσεων, συγχωνεύσεων κλπ.) και κυριαρχούν σε κάποιον είτε σε κάποιους τομείς της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής οικονομίας (βλ. π.χ. την ένωση ΑΤΤ, OLIVETI και TOSHIBA, τις αμοιβαίες εξαγορές και συγχωνεύσεις αεροναυπηγική, στην αυτοκινητοβιομηχανία, κ.ο.κ.). Συγκεντρώνουν κολοσσιαίους παραγωγικούς, επιστημονικοτεχνικούς και χρηματιστικούς πόρους, αναπτύσσουν δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους, υποτάσσοντας όλο και πιο σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων της κεφαλαιοκρατίας. Σηματοδοτούν μια διαδικασία αύξουσας διεθνοποίησης της παραγωγής μέσω της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Μετατρέπονται σε ενιαία παραγωγικά τεχνολογικά συγκροτήματα, βάσει των οποίων ο ενδοεπιχειρησιακός καταμερισμός εργασίας μετατρέπεται σε διεθνή. Επιδεικνύουν επιχειρησιακή προσαρμοστικότητα και ευελιξία στις διακυμάνσεις της συγκυρίας της παγκόσμιας αγοράς, επιτάσσουν τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και εάν συντρέχουν λόγοι, μεταφέρουν εσπευσμένα τα κέντρα της δραστηριότητάς τους από χώρα σε χώρα και από κλάδο σε κλάδο. Κυρίαρχη τάση είναι η συγχώνευση του πολυεθνικού – βιομηχανικού με το πολυεθνικό – τραπεζικό κεφάλαιο και μέσω αυτής η κερδοσκοπία στο χρηματοπιστωτικό πεδίο της κεφαλαιαγοράς (οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν μόλις το 1-1,5% των παγκόσμιων συναλλαγών) (Χ. Ναξάκης).

Η παγκόσμια δικτύωσή τους, αναπτύσσεται πρωτίστως στο χρηματοπιστωτικό και χρηματιστηριακό πεδίο και στο διεθνές εμπόριο (εξ’ ου και τα αντίστοιχα «θεσμικά» όργανα: Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ο.Ο.Σ.Α., G7, Τριμερής, Λέσχη των Παρισίων, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κλπ.), ενώ έπεται η δικτύωση – συνεργασία στο πεδίο της παραγωγής και της εμβάθυνσης του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. 

Αυτά τα συγκροτήματα, προωθώντας το πεδίο των συμφερόντων τους σε πλανητικό επίπεδο, σαρώνοντας τα εμπόδια που συναντούν στην παραγωγή, κατανομή και ανταλλαγή που διεξάγουν, εν πολλοίς καθορίζουν τις παγκόσμιες εξελίξεις, αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες και τις προοπτικές της ανθρωπότητας.

Από την άποψη της τεχνολογικής συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων που λειτουργεί ως βάση της εκάστοτε άγουσας εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού, παρατηρείται ορισμένη νομοτελειακή αντιφατική κλιμάκωση. Στην εποχή του Λένιν, ως βάση της εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού  λειτουργούσαν οι απαρχές, το πρώτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων, εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα, εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.). Το δεύτερο στάδιο της (που συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο των πολυεθνικών) άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στην δεκαετία του 80, οπότε παρατηρείται η μετά­βαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων, διαστημική, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης). Στις μέρες μας σημειώνεται νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, με εντατικότερη προώθηση της αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού - τεχνολογικού συγκροτήματος, των βιοτεχνολογιών, νέων ισχυρότερων πηγών ενέργειας με υψηλό συντελεστή απόδοσης, νέων δυνατοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο ψυχισμό, κ.ο.κ.. Οι πολυεθνικές εταιρίες και οι χώρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις κατακτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη θέση στον κόσμο.

Χαρακτηριστικό του νέου σταδίου στο οποίο έχει περάσει η ανθρωπότητα, είναι η αντιφατική ενοποίηση της ανθρωπότητας βάσει των μονοπωλιακών συμφερόντων αυτών των πλέον επιθετικών και κυρίαρχων πολυεθνικών εταιριών, που στην πλειονότητά τους εδρεύουν σε μια μικρή ομάδα χωρών – «εισοδηματιών» (στις χώρες του «χρυσού δισεκατομμυρίου»). Οι ισχυρότερες κεφαλαιοκρατικές χώρες γίνονται κράτη που παρασιτούν μέσω της εκμετάλλευσης της πλειονότητας των καταπιεσμένων και εξαρτημένων λαών. Διαδίδονται ευρέως ποικίλες ειδυλλιακές αυταπάτες και τα απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.  Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης» πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ... Η πολυθρύλητη παγκοσμιοποίηση της εποχής μας, είναι μια διαδικασία κατευθυνόμενη από τους όρους που θέτουν σε παγκόσμια κλίμακα οι ισχυρότερες πολυεθνικές. Πρόκειται για μιαν άκρως αντιφατική διαδικασία «ενοποίησης» μέσω της επιβολής και ενίσχυσης παγκόσμιων όρων εκμετάλλευσης, μέσω της παγίωσης και επίτασης των ανισοτήτων και της ανισομέρειας, μέσω της εδραίωσης και διάχυσης σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, δηλαδή μέσω του περαιτέρω διχασμού της ανθρωπότητας.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η απόρριψη κάθε ενοποίησης της ανθρωπότητας εν γένει (η οποία είναι νομοτελειακή τάση, που καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση -πολύ συχνά σε αντίθεση με τις πολυεθνικές ως κυρίαρχες πλανητικά σχέσεις παραγωγής- από την ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων), αλλά ο αγώνας εναντίον αυτής της «ενοποίησης» - καθυπόταξης που επιτάσσεται και προωθείται βάσει των συμφερόντων των πολυεθνικών, ο αγώνας εναντίον της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης. Τυχόν εναντίωση στον ενοποιητικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εν γένει και όχι στην αστική – κεφαλαιοκρατική μορφή αυτής της ανάπτυξης, είναι αντιδραστικού χαρακτήρα.

 

Νέου τύπου παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος.

 

Επί κεφαλαιοκρατίας, και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό της στάδιο, οι πόλεμοι λει­τουργούν ως μέσο εδραίωσης και αναδιαμόρ­φωσης συσχετισμών δυνάμεων σε διεθνές επί­πεδο, ως μέσο διανομής και ανα­διανομής παγκόσμιου πλούτου και ισχύος (αρχικά αποικιών, αγορών, πρώτων υλών, σφαιρών επιρροής) και αναπαραγωγής του πα­ρασιτισμού των πολυεθνικών μονοπωλίων και των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων. Έτσι διαρκώς ανακύπτουν τοπικοί, περιφερειακοί και παγκόσμιοι πόλεμοι και εγείρονται αξιώσεις επιβολής «νέας πα­γκόσμιας τάξης», όποτε τίθεται ζήτημα επαναπροσδιορισμού και οριοθέτησης θέσεων και ρόλων στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

Κατά τον 20ο αι., η βαθ­μιαία απόσπαση χωρών από το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα (μέσω νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιοκρατικών κινημάτων) και η συνακόλουθη συρρίκνω­ση των ορίων εκτατικής ύπαρξης της κεφαλαιοκρατίας, επαναπροσδιορίζει διαρκώς τους διε­θνείς συσχετισμούς, εισάγοντας και το στοι­χείο του στρατιωτικού ανταγωνισμού κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Έτσι ανέκυψε ο «ψυχρός πό­λεμος».

 Η ήττα του σοσιαλισμού στα τέλη του 20ου αι. και η επικράτηση καθεστώτων  κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης σε αυτές τις χώρες, δημιούργησε εκ των πραγμάτων νέους όρους εκτατικής και εντατικής αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αναδεικνύοντας περισσότερο τις εσωτερικές αντιφάσεις του και τις εμπόλεμες προεκτάσεις τους.

Τα περίφημα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, σηματοδότησαν και ένα νέο στάδιο των διεθνών σχέσεων. Δεν έχει και τόση σημασία εάν ήταν μια γιγάντια προβοκάτσια (τα στοιχεία όλο και πιο πολύ συνηγορούν υπέρ αυτής της εκδοχής) (βλ. Μεϊσάν Τιερί, κ.ά.) ή όντως τρομοκρατικές ενέργειες. Σημασία έχει το ποιος επωφελήθηκε από αυτά τα γεγονότα. Από την τροπή των εξελίξεων συνάγεται ότι κατά κύριο λόγο επωφελήθηκαν ορισμένες Πολυεθνικές εταιρίες και η ισχυρότερη, η μοναδική επί του παρόντος υπερδύναμη, οι ΗΠΑ.

Εξ αφορμής αυτών των γεγονότων, έχει κηρυχθεί «παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» και έχουν επιτευχθεί σημαντικότατοι στρατηγικοί γεωπολιτικοί στόχοι. Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ μπόρεσαν να παρεισφρήσουν και να εδραιωθούν στην καρδιά της Ευρασίας, στην Κεντρική Ασία, στις χώρες της τέως ΕΣΣΔ που βρίσκονται στη μεθόριο της Ρωσίας. Δεδομένης της επικράτησης (από το 1993 απροκάλυπτα) της αστικής αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης, οι εξελίξεις αυτές θα εντείνουν τις τάσεις μετατροπής της Ρωσίας και των υπόλοιπων χωρών της  τέως ΕΣΣΔ, σε πηγές πρώτων υλών και ενεργειακών πόρων, πλήρως εξαρτημένες και με προδιαγεγραμμένη καθυστέρηση έναντι των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό τους παρέχει την υπεροχή και την ευχέρεια του κατ’ επιλογήν περαιτέρω διαμελισμού και της καθυπόταξης της Ρωσίας αλλά και της ευρύτερης περιοχής, και του λεγόμενου «μουσουλμανικού κόσμου».

Ο πόλεμος και η κατάκτηση του Ιράκ σηματοδοτεί την έναρξη του Τρίτου Παγκόσμιου Πόλεμου (εάν δεν θεωρηθεί τρίτος ο αμαχητί λήξας «Ψυχρός Πόλεμος»). Ενός ιμπεριαλιστικού πόλεμου, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες -  αναλογίες με τους δύο προηγούμενους, αλλά και σημαντικότατες διαφορές. Από τα παραπάνω είναι προφανές, ότι αυτός ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν θα μπορούσε να προκύψει χωρίς την επικράτηση της αστικής αντεπανάστασης και χωρίς τη δρομολόγηση κεφαλαιοκρατικών παλινορθωτικών διαδικασιών σε πολλές χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού και ιδιαίτερα στην ΕΣΣΔ. Εάν ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος κυοφορούσε τη δυναμική της Οκτωβριανής Επανάστασης και ο Β΄ την περαιτέρω εδραίωση και επέκταση του πρώιμου σοσιαλισμού, ο Γ΄ δρομολογείται εν πολλοίς απ’ τη δυναμική της παγκόσμιας αντεπανάστασης και της συντριβής των περισσότερων κεκτημένων του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αιώνα.

Πρόκειται για ένα πόλεμο περίπλοκο, πολυεπίπεδο και με πολλούς στόχους.

Κατά κύριο λόγο, είναι ένας πόλεμος των χωρών του «Πρώτου κόσμου», του λεγόμενου «χρυσού δισεκατομμυρίου», εναντίον του λεγόμενου «Τρίτου κόσμου» συνολικά, σε συνθήκες εν πολλοίς άρδην «τριτοκοσμοποίησης» του «Δεύτερου κόσμου». Εναντίον των δυνάμεων εκείνων τις οποίες οι εν λόγω χώρες αδυνατούν πλέον να διαχειρίζονται και να διοικούν δια των δόκιμων «ψυχρών» - ειρηνικών (νεοαποικιακών κλπ.) μέσων και ως εκ τούτου, καταφεύγουν στα «θερμά» και εμπόλεμα.    

Είναι ένας «προληπτικός» πόλεμος, δηλωτικός της συγκυριακής ισχύος αυτών που τον ασκούν, αλλά και της ανασφάλειας, της αδυναμίας τους εν όψει των απειλητικών γι’ αυτούς εξελίξεων στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

Οι ΗΠΑ έχουν τεθεί αυτόκλητα επικεφαλής αυτής της πρωτοφανούς και απροκάλυπτης επίθεσης, σπεύδοντας να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από την συγκυριακά ανυπέρβλητη στρατιωτικο – πολιτική υπεροχή τους, υπεροχή που αποτελεί εν πολλοίς κληροδότημα της αμαχητί έκβασης του «Ψυχρού Πολέμου». 

Το Ιράκ δεν επελέγη τυχαία. Εκτός από τον άμεσα ληστρικό στόχο της αξιοποίησης των πλουσιότατων ενεργειακών του αποθεμάτων, έπρεπε να εξοντωθεί, εφ’ όσον συνιστούσε αν όχι την ισχυρότερη, τουλάχιστον μία από τις δυνάμεις εκείνες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πόλος ενοποίησης και συσπείρωσης του Αραβικού κόσμου. Επιπλέον μπορεί να λειτουργήσει ως προγεφύρωμα – ορμητήριο για πολλούς από τους επόμενους στόχους. Η κατοχή και ο έλεγχός του αλλάζει άρδην τους στρατηγικούς συσχετισμούς δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή,  όχι μόνον έναντι του πετρελαιοπαραγωγού «μουσουλμανικού κόσμου», αλλά και έναντι Ρωσίας, Κίνας και Ινδιών.

Με αυτούς τους άκρως εσπευσμένους και χονδροειδείς χειρισμούς τους, οι κυρίαρχοι κύκλοι των ΗΠΑ επιθυμούν να εδραιώσουν και να προωθήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους και έναντι των εκ των πραγμάτων συμμάχων τους σε αυτόν τον αγώνα: των άλλων δύο βασικών κέντρων του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, της Ε.Ε. και της Ιαπωνίας. Έσπευσαν λοιπόν να τους σύρουν -εκόντες άκοντες- στον δικό τους πόλεμο, ώστε να διατηρήσουν την υπεροχή και την πρωτοβουλία των κινήσεων και στο πεδίο της διαχείρισης των εντεινόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, πριν αυτές εκφραστούν και στο στρατιωτικό – εξοπλιστικό πεδίο. Ο διχασμός της Ε.Ε., ακριβώς στη φάση της μεγαλύτερης διεύρυνσης της ιστορίας της, δικαίως θεωρείται μία από τις σημαντικότερες «παράπλευρες απώλειες» αυτού του πολέμου.

Σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εξετάζεται και η αντιφατικότητα της αναβίωσης των εθνικισμών της εποχής, έναντι των οποίων δεν μπορεί να υιοθετείται μια μονοσήμαντη και εξωιστορική στάση. Στο βαθμό που ο εθνικισμός συντάσσεται στον αγώνα εναντίον των πολυεθνικών εταιριών και των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών χωρών, εναντίον της εκμετάλλευσης και καθυπόταξης των λιγότερο ανεπτυγμένων και των υπανάπτυκτων χωρών, συνιστά προοδευτικό φαινόμενο. Ωστόσο ο εθνικισμός δεν μπορεί να αποτελέσει μακρόπνοη βάση γι’ αυτό το κίνημα, δεδομένου ότι δεν εναρμονίζεται με την βασική τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία κατατείνει στη σύμπηξη ενιαίου παγκόσμιου συστήματος παραγωγής, ως βάσης της ενοποίησης της ανθρωπότητας.  Επιπλέον, επικεφαλής του αγώνα που δρομολογείται υπό τα λάβαρα του εθνικισμού, της θρησκείας κλπ. σε  λιγότερο ανεπτυγμένες και υπανάπτυκτες χώρες, εκ των πραγμάτων τίθεται εν πολλοίς η «εθνική» τους αστική τάξη, ορμώμενη από τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα, προτάσσοντας τη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου στην παγκόσμια νομή των κερδών.

Η αντιφατικότητα αυτή ενισχύεται και αναπαράγεται με την υιοθέτηση εκ μέρους των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, του ένοπλου αγώνα, της πλανητικής καταστολής εναντίον οποιουδήποτε υπαρκτού ή δυνητικού – εκκολαπτόμενου απελευθερωτικού λαϊκού κινήματος αλλά και εναντίον της ανερχόμενης αστικής τάξης αυτών των χωρών. Γι’ αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία η γόνιμη επίδραση του αναγεννώμενου και ανανεούμενου κομμουνιστικού κινήματος στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και στα κινήματα κατά της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης. 

Εξυπακούεται ότι οι υφιστάμενοι την προαναγγελθείσα επίθεση στα πλαίσια αυτού του προληπτικού πολέμου δεν θα παραμείνουν απαθείς. Ενδεχομένως κατά τις πρώτες φάσεις του πολέμου οι επιτιθέμενοι ιμπεριαλιστές θα συνεχίσουν να επιτυγχάνουν σοβαρούς στρατηγικούς τους στόχους. Ωστόσο στη συνέχεια, όταν ανάψει για τα καλά η πυρκαγιά του πολέμου, η τροπή των πραγμάτων θα αποβεί κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για τους εμπνευστές αυτού του παγκοσμίου πολέμου κατά της (ερμηνευόμενης κατά το δοκούν) τρομοκρατίας.

Ιδιαίτερη σημασία έχει για το κίνημα του μέλλοντος (για την συνειδητοποίηση της κλίμακας, των μέσων και των τρόπων του αγώνα) και η τεχνολογική συνιστώσα του εν εξελίξει πολέμου, η οποία –όσον αφορά τους επιτιθέμενους- έχει σαφώς τα γνωρίσματα ενιαίου πληροφοριακού - τεχνολογικού συγκροτήματος πλανητικής εμβέλειας ελέγχου, καταστολής, καταστροφής και κυριαρχίας.

Η διαθεσιμότητα αυτής της τεχνολογίας τροφοδοτεί τυχοδιωκτικές αποφάσεις με ολέθριες επιπτώσεις.

Η μετάβαση της ανθρωπότητας σε άλλου τύπου ανάπτυξη, στην ενοποιημένη αταξική κοινωνία, δεν είναι μία από τις πιθανές επιλογές του μέλλοντος, αλλά η μοναδική εναλλακτική λύση για την ίδια την ύπαρξη και ανάπτυξή της. Η μετάβαση αυτή θα άρει διαλεκτικά τη συσσωρευμένη χειραγωγική και καταστροφική δύναμη και θα την μεταστρέψει σε δημιουργική δύναμη ολόπλευρης χειραφετητικής πολιτισμικής δραστηριότητας.

Η ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας είναι αναγκαίος όρος για την στρατηγική και τακτική των επικείμενων αγώνων, για την απεμπλοκή τους από τις παγίδες του ετεροπροσδιοριζόμενου αμυντισμού.

 

 

Βιβλιογραφία.

 

Schulz H. J. Παγκοσμιοποίηση. Αλήθειες και ψέματα. Πρωτοποριακή βιβλιοθήκη. Αθήνα, 1999.

 Βαζιούλιν Β. Α.. Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα. // Αριστερή ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 45-69.

Βαζιούλιν Β. Α..Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ  ΤΟΥ Κ. ΜΑΡΞ. Μόσχα,1968.

Βαζιούλιν Β.Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόσχα, 1988. (Υπάρχει και σε ελληνική μετάφραση υπό έκδοση) .   

Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm.

Κονδύλης Π. Από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000. Θεμέλιο. Αθήνα, 1998.

Λένιν Β. Ι. Ιμπεριαλισμός. Στο: Άπαντα, ρώσικη έκδοση, τ.27.

Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.

Μαρξ Κ., Grundrisse.... τομ. Α. Β, Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989-90.

Ναξάκη Χ. Παγκοσμιοποίηση: μύθοι και πραγματικότητα. Στο: Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εκδ. Πατάκη. Αθήνα, 2003.

  АКТУАЛЬНОСТЬ И ПЕРСПЕКТИВЫ РАЗВИТИЯ МЕТОДОЛОГИИ МАРКСИЗМА Материалы Международной научной конференции, приуроченной к выходу в свет монографии В. А. Вазюлина «Логика «Капитала» Карла Маркса» 28 декабря 2002 года. Москва, 2003.
Μεϊσάν Τιερί. 11ης Σεπτεμβρίου: η τρομακτική απάτη. Εκδ. Γραφές, Αθήνα, 2002

 



* Η κριτική αποτίμηση της συμβολής του Λένιν στην περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας (με την ανάλυση του ιμπεριαλισμού), χρειάζεται συστηματική και συγκεκριμένη έρευνα. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι ως κεκτημένο της επαναστατικής θεωρίας, δεν προσφέρεται ούτε για μουσειακό έκθεμα, αλλά ούτε και για συλλήβδην άκριτες ερμηνείες - απορριπτικές «υπερβάσεις», χωρίς συγκεκριμένη διακρίβωση του πεδίου περιγραφικής και ερμηνευτικής ισχύος της.

 

** Στα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν τίθεται ως στόχος η συστηματική – κριτική θεώρηση της σχετικής με το θέμα μας βιβλιογραφίας (αν και στοιχεία αυτής της θεώρησης είναι παρόντα σε ρητή ή λανθάνουσα μορφή). Κάτι τέτοιο απαιτεί ξεχωριστή μελέτη. Εξυπακούεται ότι ανώτερη μορφή κριτικής είναι η θετική και συστηματική θεωρητική ανάδειξη των επίμαχων και διαφιλονικούμενων ζητημάτων.

* Βλ. σχετικά τα λήμματα: «φαινομενικότητα», «πλάνη», «φετιχισμός του εμπορεύματος», «ουσία και φαινόμενο» και «Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ» του Δ. Πατέλη στο Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό λεξικό, τομ.Α’ –Ε’, εκδ. Κ. Καπόπουλος, Αθήνα, 1994-1995, καθώς και τη δικτυακή διεύθυνση: www.geosities.com/ilhsgr .

* Ελλην. Εκδ. Βλ. τ.27, σ.403.

** Στο ίδιο, σ.428.

* Ελλην. Εκδ. Βλ. τ.27, σ.429-430.

* Η προβληματική της αναγκαιότητας διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, πρώιμου και ύστερου σοσιαλισμού, που στηρίζεται στην έρευνα του Β. Α. Βαζιούλιν, μετά από σχετικές αναφορές εκπροσώπων της διεθνούς σχολής «Λογική της Ιστορίας», έχει οδηγήσει σε αρκούντως ευρεία υιοθέτηση αυτών των όρων και σε ποικίλες ερμηνείες-χρήσεις τους, σε εντελώς διαφορετικά (συχνά εκ διαμέτρου αντίθετα με αυτά του εμπνευστή τους) θεωρητικά και μεθοδολογικά πλαίσια αναφοράς. Η επιστημονική και επαναστατική δεοντολογία απαιτεί σαφή επίγνωση και αναφορά στην πατρότητα και στη μεθοδολογία επεξεργασίας των εννοιών. Βλ. σχετικά: Β.Α. Βαζιούλιν. Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα. //Αριστερή ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 45-69, και την ομιλία του Β. Α. Βαζιούλιν στη διεθνή διάσκεψη της Μόσχας (28.12.2002): АКТУАЛЬНОСТЬ И ПЕРСПЕКТИВЫ РАЗВИТИЯ МЕТОДОЛОГИИ МАРКСИЗМА...Москва,2003.

 

1